Φοντενεμπλό, συνθήκες του-

Φοντενεμπλό, συνθήκες του-
Πήραν το όνομά τους από το Φοντενεμπλό μερικές διεθνείς συνθήκες από τις οποίες αναφέρουμε: τη συνθήκη του 1631 μεταξύ Γαλλίας και Μαξιμιλιανού της Βαυαρίας, αρχηγού του Καθολικού Συνδέσμου· τη συνθήκη του 1679 μεταξύ Σουηδίας και Δανίας για την ισορροπία στη Βαλτική· τη συνθήκη του 1762 μεταξύ Γαλλίας και Αγγλίας, που προετοίμασε την ειρήνη του Παρισιού η οποία τερμάτισε τον Επταετή πόλεμο· τη συνθήκη του 1785 μεταξύ Αυστρίας και Ολλανδίας· τη σύμβαση του 1807 μεταξύ Γαλλίας (Ναπολέοντα) και Ισπανίας (υπουργού Γκοντόι) για τη διανομή της Πορτογαλίας· το κονκορδάτο του 1813 μεταξύ της Αγίας Έδρας (Πίος Z’) και της Γαλλίας (Ναπολέοντα), που αμέσως αποκηρύχθηκε από τον πάπα· τη συνθήκη του 1814 που επέβαλαν οι συνασπισμένες δυνάμεις στον Ναπολέοντα, στον οποίο παραχωρήθηκε το νησί της Έλβας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Λουδοβίκος — I (γαλλ. Luis, γερμ. Ludwig). Όνομα τεσσάρων αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας του Γερμανικού έθνους. 1. Λ. Α’, ο Ευσεβής ή Αγαθός (γερμ. Ludwig der Fromme, γαλλ. Louis le Pieux ή Louis le Debonnaire, Σασενέιγ, Ακουιτανία 778 –… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • κάστρο — Μεσαιωνικό φρούριο· τείχος που περιβάλλει πόλη. Η λέξη προέρχεται από το λατινικό castellum, υποκοριστικό του castrum και υποδηλώνει, στη ρωμαϊκή ονοματολογία, ένα οχυρό σχετικά περιορισμένων διαστάσεων. Οι δύο αυτοί όροι, ωστόσο, δεν… …   Dictionary of Greek

  • Ερρίκος — I (Enrico, 1174 – 1216). Λατίνος αυτοκράτορας της Κωνσταντινούπολης (1205 16). Πήρε μέρος στην Δ’ Σταυροφορία (1201) και στην πολιορκία της Κωνσταντινούπολης (1204). Ανακηρύχθηκε αντιβασιλιάς το 1205, όταν ο αυτοκράτορας αδελφός του, Βαλδουίνος… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”